ἀεροπόροι

ἀεροπόροι
ἀεροπόρος
traversing the air
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • Christos Adamidis — in 1913 Born 1885 Ioannina …   Wikipedia

  • Адамидис, Христос — Христос Адамидис греч. Χρήστος Αδαμίδης …   Википедия

  • εισπνευστήρας — ο 1. συσκευή που χρησιμοποιείται για θεραπεία με εισπνοές ή για αναισθησία 2. φρ. «εισπνευστήρας οξυγόνου» μάσκα οξυγόνου που χρησιμοποιούν όσοι έχουν ή μπορεί να παρουσιάσουν αναπνευστικά προβλήματα (ασθενείς, ορειβάτες, αεροπόροι κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”